κόσμιος

κόσμιος
-α, -ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, -ία, -ον, Α και κόσμιος, -ον) [κόσμος]
1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.)
2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ οὖν τὸν ἐπὶσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι... σώφρονα, κόσμιον», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο τού κόσμου, παγκόσμιος
2. φρ. «κοσμία διαγωγή», «κοσμιωτάτη διαγωγή» — χαρακτηρισμοί διαγωγής τών μαθητών
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κόσμιον
κόσμημα, στολίδι («τά τῶν γυναικῶν κόσμια», Διόδ.)
αρχ.
1. καλός, τίμιος
2. άψογος («τοὺς δεομένους ὑπομιμνήσκοις ὡς κοσμιωτάτῃ τε ὁμιλίᾳ», Ξεν.)
3. (για ασθενή) ήσυχος
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ κόσμιος
αυτός που θεωρεί τον εαυτό του πολίτη τού κόσμου όλου
5. το ουδ. ως ουσ. α) ευπρέπεια, σεμνότητα, τιμιότητα («πρὸς τὸ κόσμιον καὶ σῶφρον μᾱλλον ἁποκλῑνον», Πλάτ.)
β) το σήμα αξιώματος («τῶν βασιλικῶν κοσμίων ἔρημον ἐπεφοίτα», Πλούτ.).
επίρρ...
κοσμίως και -ια (ΑM κοσμίως)
με κοσμιότητα, ευπρεπώς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόσμιος — well ordered masc nom sg κόσμιος well ordered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσμιος — α, ο επίρρ. α ευπρεπής, εύτακτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμιώτερον — κόσμιος well ordered adverbial comp κόσμιος well ordered masc acc comp sg κόσμιος well ordered neut nom/voc/acc comp sg κόσμιος well ordered masc acc comp sg κόσμιος well ordered neut nom/voc/acc comp sg κόσμιος well ordered adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμιωτέρων — κόσμιος well ordered fem gen comp pl κόσμιος well ordered masc/neut gen comp pl κόσμιος well ordered fem gen comp pl κόσμιος well ordered masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμιώτατα — κόσμιος well ordered adverbial superl κόσμιος well ordered neut nom/voc/acc superl pl κόσμιος well ordered adverbial superl κόσμιος well ordered neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμιώτατον — κόσμιος well ordered masc acc superl sg κόσμιος well ordered neut nom/voc/acc superl sg κόσμιος well ordered masc acc superl sg κόσμιος well ordered neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμίως — κόσμιος well ordered adverbial κόσμιος well ordered masc acc pl (doric) κόσμιος well ordered adverbial κόσμιος well ordered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμιωτάταις — κόσμιος well ordered fem dat superl pl κόσμιος well ordered fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμιωτάτη — κόσμιος well ordered fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) κόσμιος well ordered fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμιωτάτην — κόσμιος well ordered fem acc superl sg (attic epic ionic) κόσμιος well ordered fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”